- χλωμιάζω
- χλωμ(ι)αίνω αμετ бледнеть, становиться бледным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωμιάζω — χλωμιάζω, χλώμιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χλωμιάζω — Ν (παλ. γρφ.) βλ. χλομιάζω … Dictionary of Greek
ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… … Dictionary of Greek
αχνιάζω — (I) γίνομαι αχνός, χλωμιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) [άχνα (Ι)] βγάζω άχνα, μόλις ακούγομαι … Dictionary of Greek
χλομιάζω — και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός] 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του») 2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω 3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω … Dictionary of Greek
χλόμιασμα — και παλ. γρφ. χλώμιασμα, το, Ν [χλομιάζω /χλωμιάζω] το αποτέλεσμα τού χλομιάζω … Dictionary of Greek